Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Η ψευδαίσθησή μου 1

Καθώς μεγάλωνα από παιδάκι, με φόρτωναν με χίλια δυο πράγματα άχρηστα και επικίνδυνα για μένα και τους άλλους ανθρώπους. Μετά στο σχολείο, το ίδιο. Και αλλού και αλλού. Όπου υπήρχε εκπαίδευση, μου τα ρίχνανε και με διαμόρφωναν Και εγώ τα υιοθέτησα και τα χρησιμοποίησα σαν οδηγούς της ζωής μου.

Και βλέπω τώρα, το πόσο πολύ κάποια από αυτά έφεραν στον κόσμο και φέρνουν και θα φέρνουν δυστυχία όσο θα τα ακολουθεί η κοινωνία μας. Φέρνουν δυστυχία γιατί βάζουν τον άνθρωπο να λειτουργεί μέσα σε ορισμένο πλαίσιο και τον εμποδίζουν από το να αντιληφθεί την ζωή, να την ζήσει και να την απολαύσει.

Και αντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγει κανείς από την κατάσταση.

Τα έχει πιστέψει, έχει κανονίσει τη ζωή του με αυτά, έχει βολευτεί, έχει εξαρτηθεί σωματικά και ψυχικά. Έχει φτάσει να θεωρεί ότι έτσι είναι η ζωή. Δεν είναι σχεδόν σε θέση να συλλάβει την περίπτωση ότι μπορεί και να μην είναι τα πράγματα έτσι όπως του τα έμαθαν. Του έμαθαν ότι αυτή είναι η αλήθεια και τον έκαναν να πιστεύει ότι γνωρίζει την αλήθεια μόνο όταν πιστεύει αυτά που του έμαθαν ως αλήθεια


Σιγά σιγά θα φύγω από τις γενικότητες και θα μπω σε πιο αναλυτική έκθεση αυτών που εννοώ.

2 σχόλια:

Ελένη Μ. είπε...

« Αφήστε όλα τα λουλούδια ν ανθίζουν»….. και τις πεταλούδες να ονειρεύονται !

Υπάρχει ελπίς ….
Ελένη

Μ.Ελμύρας είπε...

Ta Ρουμπαγιατ
του Ομαρ Καγιαμ
Ξύπνα! Ο Ήλιος που έτρεψε σε άταχτη φυγή
Απ’ τον Λειμώνα της Νυχτιάς την μπρος του
Αστροσυρμή,
Από τον Ουρανό, μ’ αυτή, τη Νύχτα διώχνει
και χτυπά
Τον Πύργο του Σουλτάνου με Λόγχη Φωτεινή1.

Πριν φύγει το Ψευτοπρωί2, σαν Οπτασία σβησμένη,
Νόμισα πως ακούστηκε κραυγή απορημένη
Μέσ’ την Ταβέρνα: «Αφού ’ναι πιά έτοιμος ο Ναός,
Ο νυσταγμένος ο Πιστός έξω τι περιμένει;»
Και σαν τ’ Ορνίθι λάλησε ’κείνοι που στέκονταν
μπροστά
Απ’ την Ταβέρνα κραύγασαν - «Την Πόρτα ανοίξτε
πιά!
Ξέρετε πόσο λιγοστός καιρός μας απομένει,
Κι’ απ’ τη στιγμή που φεύγουμε πως δεν γυρνάμε
πιά».

Τώρα, καθώς η Νέα Χρονιά3 Πόθους Παληούς
φωνάζει,
Σε Ερημιά κάθε Ψυχή ευγενική μονάζει,
Εκεί π’ ανθεί4 τουΜωυσή το άσπρο χέρι στο κλαδί
Κι’ ο Ιησούς από τα χώματα βαθειά αναστενάζει5.
Μ’ όλα τα Ρόδα της η Ιράμ6 έφυγε, αληθινά,
Και του Τζαμούντ το εφτάκυκλο Τάσι7 ποτέ ξανά
Κανείς δεν είδε, όμως να!, ανάβει ένα Ρουμπίνι
Στο Κλήμα, και ανθοβολούν οι Κήποι στα Νερά.

Κλειστά τα Χείλη του Δαυΐδ, μα σαν φλογέρα
θεϊκή,
Σε Πεχλεβί8 οξύτονα «Κρασί! Κρασί! Κρασί!
Κρασί αιμάτου κόκκινο!» να πιεί λέει τ’ Αηδόνι,
Στο Ρόδο, η χλωμή παρειά πορφύρα να γενεί.
Έλα, το Τάσι γέμισε, και στης Ανοίξεως την Φωτιά
Πέταξε της Μετάνοιας τα Χειμωνιάτικα σκουτιά.
Λίγος καιρός απόμεινε στου Χρόνου το Πουλί
Να’ναι ακόμα στο φτερό - και το Πουλί Πετά.

Τι κι αν εδώ στην Ναϊσαπούρ ή κι αν στην
Βαβυλώνα,
Τι κι αν γλυκό τι κι αν πικρό το Κύπελλο γυρνά,
Αχ! της Ζωής μας το κρασί στάλα τη στάλα στάζει,
Τα φύλλα πέφτουν της Ζωής ’να-ένα στην σειρά.
Εσύ μου λες κάθε Πρωί πως χίλια Ρόδα φέρνει·
Σωστά το λες, όμως του Χτες το Ρόδο που
πηγαίνει;
Κι ο πρώτος του Καλοκαιριού, ο Ροδοφόρος μήνας
Τον Καϊκομπάντ και τον Τζαμσύντ μακρυά σε λίγο
παίρνει.

Ας να τους πάρει! Τι έχουμε φιλία εμείς; ποιανού;
Του Μέγα του Καϊκομπάντ ή τουΚαϊκοσχρού;
Άσε τον Ζαλ9 και τον Ρουστούμ10 ως θέλουν
να κομπάζουν,
Και τα συμπόσια του Χατίμ11 -βγάλτ’ τους από
τον νου.
΄Ελα στο Χόρτα διάσπαρτο Λειβάδι εσύ μ’ εμένα,
Εκείνο που την έρημο χωρίζει απ’ τα σπαρμένα,
Που ούτε Σουλτάνου όνομα, μήτέ Σκλάβού
θυμάται-
Και στο Χρυσό Θρόνο Μαχμούτ ειρήνη ας είν’ για
’σένα!

Ένα Βιβλίο Ποιήματα, χοντρού Κλαδιού σκιά,
Λίγο Ψωμί, Κούπα Κρασί -και Συ για συντροφιά
Στην Ερημιά, στο πλάι μου, να γλυκοτραγουδάς-
Παράδεισο αληθινή, ω! θα ’σουν Ερημιά!
Γιά Επίγειες Δόξες μερικοί και κάποιοι άλλοι, εκεί,
Γιά του προφήτη την Εδέμ στενάζουν, για να ’ρθεί·
Αχ, παίρνε ’συ τα Μετρητά, τα Βερεσέδια ξέχνα,
Και ν’ αψηφάς του μακρυνού Τυμπάνου12 την
βροντή!

Την ανθισμένη δίπλα μας κοίτα Τριανταφυλλιά-
«Στον Κόσμο αυτόν ολόχαρη ανθίζω», λέει, «και Να!,
Τη μεταξένια Φούντα ευτύς της Κάψας13 μου τη σκίζω
Και ρίχνω της τον Θησαυρό στου Κήπου την ποδιά».
Κι’ αυτοί που την Χρυσή Σπορά δεν τηνέ σπαταλήσαν,
Κι’ εκείνοι που στους Άνεμους βροχή τηνέ σκορπίσαν,
Όμορφη Γης όπως αυτή κανείς τους δεν θα γίνει,
Τι Άνθρωποι που θάφτηκαν στο φως δεν ξαναβγήκαν.